"Τότε βλέποντας αὐτείνη τὴν δυστυχία τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ καὶ τὶς φωνὲς καὶ δαρμούς τους, μοῦ ῾ρθε ἀπὸ αὐτὰ ὅλα μία πικρὴ λύπη καὶ μοῦ εἶπε ὁ λογισμός μου πῆρα ἀθώους ἀνθρώπους εἰς τὸ λαιμό μου κ᾿ ἔγινα εἰς τὴν φαμελιά μου Κάις.
Τότε χάνεται ὅλως διόλου ὁ λογισμός μου· καὶ ῾στὸ μυαλό μου τί στοχάστηκα; Μόνον παρηγοριὰ ῾σ αὐτείνη τὴν κατάστασιν ὁποῦ ἔγινα. Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τῆς εἰκόνες καὶ κάνω τὴν προσευκή μου καὶ λέγω·
«Κύριε, βλέπεις σὲ τί κατάστασιν ἔφτασα. Ὁ μόνος σωτήρας εἶναι ἡ παντοδυναμία σου καὶ ἡ ἐσπλαχνία σου ῾σ ἐμᾶς ὁποῦ κιντυνεύομεν καὶ εἰς τὴν ματοκυλισμένη μας πατρίδα».
Τότε ἡ ἄπειρη ἐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγαθότης τού μου ῾δωσε φώτισιν καὶ θάρρος. Πιάνω καὶ φκειάνω μίαν σημαία καὶ γράφω· «Ἐθνικὴ Συνέλεψη, Σύνταμα». Λέγω· «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς βασιλείας τοῦ σηκώνεται ἡ σημαία τῆς πατρίδος!» Καὶ τὴν εἶχα ἕτοιμη.
Τελειώνοντας αὐτό, ἔφκειασα τὴν διαθήκη μου........Τότε συγύρισα ὅλα μου τὰ ὅπλα, τὰ ῾βαλα εἰς τὴν θέσιν τους. Κατέβηκα μὲ τὴν σημαία κάτου εἰς τὸ σπίτι καὶ εἶδα τί ἄνθρωποι μείναν· καὶ μέτρησα ὅλους ἑφτὰ καὶ τέσσερα παιδιά. Τότε τοὺς λέγω·
«Ἀδελφοί, ἔκαμα αὐτὸ τὸ κίνημα ὅτι ἀδικέσασταν ἐσεῖς οἱ ἀγωνισταὶ κι᾿ ὅλο τὸ ἔθνος ἀπὸ τῆς Κυβέρνησές μας καὶ εἶπα ἴσως καὶ μ᾿ αὐτὸ σώνονταν τὰ δεινά μας ὁλουνῶν τῶν Ἑλλήνων. Δὲν ἦταν τυχερόν. Ἔχομεν ἀκόμα ἁμαρτίες νὰ μᾶς παιδέψουν. Ἐμεῖς, ὂσ᾿ εἴμαστε ἐδῶ, εἴμαστε τώρα ἀδύνατοι καὶ οἱ ἄλλοι ὁποῦ μας ἔχουν κλεισμένους πολλοί· νὰ μὴν χαθῆτε κ᾿ ἐσεῖς ἀδίκως ἐλᾶτε νὰ σᾶς ἀνοίξω τὴν πόρτα νὰ φύγετε. Δὲν θέλω νὰ σᾶς ἔχω εἰς τὸ λαιμό μου νὰ χαθῆτε κ᾿ ἐσεῖς. Κ᾿ ἐγὼ μένω εἰς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ σάβανον ἔχω τὴν σημαία ὁποῦ ῾φκειασα· καὶ ῾σ αὐτείνη ἀπάνου θέλω νὰ πεθάνω ὑπὲρ τῆς πατρίδος μου καὶ θρησκείας μου».
Τότε, μὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πατρίδας, μὲ δάκρυα καυτερὰ θυμῶμαι ἐκείνη τὴν βραδειὰ καὶ τὴν ἀπάντησιν αὐτεινῶν τῶν γενναίων ἀντρῶν καὶ τῶν ἀθώων παιδιών·
«Δὲν ἤρθαμεν εἰς τὸν γάμο σου νὰ χαροῦμεν, ἤρθαμεν νὰ πεθάνωμεν ἐκεῖ ὁποῦ θὰ πεθάνης ἐσὺ μὲ τὴν σημαίαν τῆς πατρίδος μας καὶ θρησκείας μας. Ἐσὺ τὴν θέλεις σάβανο καὶ δὲν τὴν θέλομεν ἐμεῖς; Θέλομεν νὰ ζοῦμεν εἵλωτες τῶν Μπαυαρέζων κι᾿ ἀλλουνῶν ὅμοιών τους, ὁποῦ μας καταδικοῦνε; Δὲν μετρηθήκαμεν νὰ φύγωμεν ὅσοι μείναμεν, μετρηθήκαμεν νὰ πεθάνωμεν· καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι ὅ,τι ὁδηγίες θὰ μᾶς πῆς ν᾿ ἀκολουθήσωμεν».
Τοὺς ἀγκάλιασα καὶ τοὺς φίλησα, τοὺς ἔδωσα κι᾿ ἀπὸ ῾να» κρασί. Δοξάσαμεν τὸν Θεὸ καὶ τὴν βασιλεία του καὶ τοὺς ὁδήγησα εἰς τῆς πόρτες κι᾿ ἄλλες θέσες, ὅποτέ μας ριχτοῦνε νὰ πεθάνομεν"
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
(λίγες ώρες πριν το Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 για το Σύνταγμα και ενώ το σπίτι του Μακρυγιάννη είναι περικυκλωμένο από τους ανθρώπους του Όθωνα και τους Βαυαρέζους - Βαυαροκρατία)
Τότε χάνεται ὅλως διόλου ὁ λογισμός μου· καὶ ῾στὸ μυαλό μου τί στοχάστηκα; Μόνον παρηγοριὰ ῾σ αὐτείνη τὴν κατάστασιν ὁποῦ ἔγινα. Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τῆς εἰκόνες καὶ κάνω τὴν προσευκή μου καὶ λέγω·
«Κύριε, βλέπεις σὲ τί κατάστασιν ἔφτασα. Ὁ μόνος σωτήρας εἶναι ἡ παντοδυναμία σου καὶ ἡ ἐσπλαχνία σου ῾σ ἐμᾶς ὁποῦ κιντυνεύομεν καὶ εἰς τὴν ματοκυλισμένη μας πατρίδα».
Τότε ἡ ἄπειρη ἐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγαθότης τού μου ῾δωσε φώτισιν καὶ θάρρος. Πιάνω καὶ φκειάνω μίαν σημαία καὶ γράφω· «Ἐθνικὴ Συνέλεψη, Σύνταμα». Λέγω· «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς βασιλείας τοῦ σηκώνεται ἡ σημαία τῆς πατρίδος!» Καὶ τὴν εἶχα ἕτοιμη.
Τελειώνοντας αὐτό, ἔφκειασα τὴν διαθήκη μου........Τότε συγύρισα ὅλα μου τὰ ὅπλα, τὰ ῾βαλα εἰς τὴν θέσιν τους. Κατέβηκα μὲ τὴν σημαία κάτου εἰς τὸ σπίτι καὶ εἶδα τί ἄνθρωποι μείναν· καὶ μέτρησα ὅλους ἑφτὰ καὶ τέσσερα παιδιά. Τότε τοὺς λέγω·
«Ἀδελφοί, ἔκαμα αὐτὸ τὸ κίνημα ὅτι ἀδικέσασταν ἐσεῖς οἱ ἀγωνισταὶ κι᾿ ὅλο τὸ ἔθνος ἀπὸ τῆς Κυβέρνησές μας καὶ εἶπα ἴσως καὶ μ᾿ αὐτὸ σώνονταν τὰ δεινά μας ὁλουνῶν τῶν Ἑλλήνων. Δὲν ἦταν τυχερόν. Ἔχομεν ἀκόμα ἁμαρτίες νὰ μᾶς παιδέψουν. Ἐμεῖς, ὂσ᾿ εἴμαστε ἐδῶ, εἴμαστε τώρα ἀδύνατοι καὶ οἱ ἄλλοι ὁποῦ μας ἔχουν κλεισμένους πολλοί· νὰ μὴν χαθῆτε κ᾿ ἐσεῖς ἀδίκως ἐλᾶτε νὰ σᾶς ἀνοίξω τὴν πόρτα νὰ φύγετε. Δὲν θέλω νὰ σᾶς ἔχω εἰς τὸ λαιμό μου νὰ χαθῆτε κ᾿ ἐσεῖς. Κ᾿ ἐγὼ μένω εἰς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ σάβανον ἔχω τὴν σημαία ὁποῦ ῾φκειασα· καὶ ῾σ αὐτείνη ἀπάνου θέλω νὰ πεθάνω ὑπὲρ τῆς πατρίδος μου καὶ θρησκείας μου».
Τότε, μὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πατρίδας, μὲ δάκρυα καυτερὰ θυμῶμαι ἐκείνη τὴν βραδειὰ καὶ τὴν ἀπάντησιν αὐτεινῶν τῶν γενναίων ἀντρῶν καὶ τῶν ἀθώων παιδιών·
«Δὲν ἤρθαμεν εἰς τὸν γάμο σου νὰ χαροῦμεν, ἤρθαμεν νὰ πεθάνωμεν ἐκεῖ ὁποῦ θὰ πεθάνης ἐσὺ μὲ τὴν σημαίαν τῆς πατρίδος μας καὶ θρησκείας μας. Ἐσὺ τὴν θέλεις σάβανο καὶ δὲν τὴν θέλομεν ἐμεῖς; Θέλομεν νὰ ζοῦμεν εἵλωτες τῶν Μπαυαρέζων κι᾿ ἀλλουνῶν ὅμοιών τους, ὁποῦ μας καταδικοῦνε; Δὲν μετρηθήκαμεν νὰ φύγωμεν ὅσοι μείναμεν, μετρηθήκαμεν νὰ πεθάνωμεν· καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι ὅ,τι ὁδηγίες θὰ μᾶς πῆς ν᾿ ἀκολουθήσωμεν».
Τοὺς ἀγκάλιασα καὶ τοὺς φίλησα, τοὺς ἔδωσα κι᾿ ἀπὸ ῾να» κρασί. Δοξάσαμεν τὸν Θεὸ καὶ τὴν βασιλεία του καὶ τοὺς ὁδήγησα εἰς τῆς πόρτες κι᾿ ἄλλες θέσες, ὅποτέ μας ριχτοῦνε νὰ πεθάνομεν"
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
(λίγες ώρες πριν το Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 για το Σύνταγμα και ενώ το σπίτι του Μακρυγιάννη είναι περικυκλωμένο από τους ανθρώπους του Όθωνα και τους Βαυαρέζους - Βαυαροκρατία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου